παγκάρπιο

παγκάρπιο
το [πάγκαρπος]
αρχιτ. αρχιτεκτονικό κόσμημα οικοδομήματος που παριστάνει στεφάνια ή ημιστέφανα ή πλέγματα με άνθη και καρπούς, κν. γιρλάντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”